ῥάσα

ῥάσα
ῥά̱σᾱ , ῥάζω
snarl
fut part act fem nom/voc/acc dual (doric)
ῥάζω
snarl
aor ind act 1st sg (homeric ionic)
ῥά̱σᾱ , ῥαίνω
sprinkle
fut part act fem nom/voc/acc dual (epic doric)
ῥαίνω
sprinkle
aor ind act 1st sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ράσα — η, Ν το ξύλο με το οποίο ισιώνουν την επιφάνεια τών δημητριακών που μετριούνται ή ζυγίζονται …   Dictionary of Greek

  • ῥᾴσας — ῥᾴσᾱς , ῥαίω break aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ῥᾴ̱σᾱς , ῥαίζω grow easier aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ῥά̱ϊσας , ῥαίζω grow easier aor ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nikodim Tsarknias — (Greek: Νικόδημος Τσαρκνιάς, Macedonian: Никодим Царкњас) is an ethnic Macedonian Orthodox Christian monk and self declared Archimandrite who originates from the Greek region of Macedonia. In 1973 he was an ordained as a member of the Greek… …   Wikipedia

  • Монашеское одеяние — обыкновенно черного цвета, должно непрестанно напоминать монаху данные им обеты и располагать его к глубокому смирению. М. одеяние различается по трем степеням монашества. Новоначальные монахи носят рясу (ράσα, одежда смирения, презренная,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Иосиф (Рогон) — Иосиф Рогон (греч. Ρωγών Ιωσήφ, 1776 1826)  один из самых известных священников, участников Освободительной войны Греции 1821 1829 гг …   Википедия

  • IRASA — Graece Ι῎ρασα nomen loci apud Herod. l. 4. c. 116. locus Libyae est, in quem Battus I. postquam in loco Α᾿ζίριςος dicto (de quo supra) sex Annis habitâsset. septimo Anno transiit. Erat ibi Fons Apollinis; indigenis Κυρῆ dictus, unde postea urib a …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παπάς — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… …   Dictionary of Greek

  • παπαδίστικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε παπά, ιερατικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παπαδίστικα η ιερατική περιβολή, η περιβολή τού ιερέα, τα ράσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς / παπάδες + κατάλ. ίστικος (πρβλ. δασκαλ ίστικος)] …   Dictionary of Greek

  • παπαδικός — ή, ό [παπάς / παπάδες] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παπά 2. το θηλ. ως ουσ. η παπαδική το έργο, το επάγγελμα τού παπά, η ιεροσύνη 3. το ουδ. ως ουσ. το παπαδικό(ν) (ενν. μέλος) ένα από τα τρία είδη τών διαφόρων μελών τής εκκλησιαστικής… …   Dictionary of Greek

  • τάμα — Ευχή προς θεό ή άγιο, η οποία περιέχει υπόσχεση ανταπόδοσης της χάρης με προσφορά αναθήματος ή δουλείας στο ιερό. Τα έθιμα των αρχαίων σχετικά με την ευχή προς το θείο και την προσφορά αναθήματος ή θυσίας μετά από την εκπλήρωσή της, παρέμειναν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”